- νευροπληγία
- ηιατρ. κατάργηση τής νευρικής λειτουργίας με φαρμακευτική αναστολή τής μετάδοσης τής νευρικής διέγερσης στις συνάψεις ιδίως τών κέντρων τού φυτικού νευρικού συστήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρ(ο)-* + -πληγία (< -πληγής < πλήσσω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικ. Κοντόπουλου].
Dictionary of Greek. 2013.